- μουρτάτης
- ο1. αρνησίθρησκος2. αλλόθρησκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. murtad < αμάρτ. ελλ. *μουρτάδες < μσν. λατ. mordum, λ. γερμ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωμότης — ο θηλ. τισσα αυτός που απαρνήθηκε την πίστη του αρνησίθρησκος, μουρτάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)